-
1 пойти
пойти 1) πηγαίνω· пойдёмте со мной ελάτε μαζί μου· \пойти в театр πηγαίνω στο θέατρο 2) (об осадках): пошёл дождь βρέχει, άρχισε η βροχή· пошёл снег χιονίζει, άρχισε να χιονίζει* * *1) πηγαίνωпойти́ в теа́тр — πηγαίνω στο θέατρο
2) ( об осадках)пошёл дождь — βρέχει, άρχισε η βροχή
пошёл снег — χιονίζει, άρχισε να χιονίζει